- εξομάλυνση
- aplanissement
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
εξομάλυνση — η [εξομάλυνση] 1. το να καταστεί ομαλό κάτι, χωρίς προεξοχές 2. το να απαλειφθούν δυσχέρειες, εντάσεις, ακρότητες κ.λπ. από ζητήματα, σχέσεις κ.λπ. («η εξομάλυνση των σχέσεων τών δύο παρατάξεων») … Dictionary of Greek
εξομάλυνση — η 1. ισοπέδωση, ίσασμα, αφαίρεση ανωμαλιών, εξομαλισμός. 2. μτφ., διευθέτηση (διαφορών), τακτοποίηση, ξεκαθάρισμα, ξεμπέρδεμα: Είναι δύσκολη η εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών διαφορών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξομαλυντικός — ή, ό [εξομάλυνση] αυτός που αναφέρεται ή συντελεί στην εξομάλυνση … Dictionary of Greek
γαιoπρoωθητήρας — Μηχάνημα για την εξομάλυνση του εδάφους ή την απομάκρυνση ερειπίων και θαμνώδους βλάστησης. Στην καθομιλουμένη, ονομάζεται μπουλντόζα. Συνήθως η ισοπεδωμένη λωρίδα που δημιουργείται είναι η αρχική φάση για την κατασκευή μιας οδού. Ο γ.… … Dictionary of Greek
ημιανόρθωση — Ανόρθωση εναλλασσόμενων ρευμάτων, με την οποία λαμβάνεται μόνο η μία εναλλαγή τους. Σε μία απλή ανορθωτική διάταξη, που αποτελείται από μετασχηματιστή και βαλβίδα (κρυσταλλοδίοδος, ξηρός ανορθωτής, δίοδος, ηλεκτρονική λυχνία κ.ά.) αν συνδεθεί το… … Dictionary of Greek
Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… … Dictionary of Greek
Σελτζούκοι — Δυναστεία των Τούρκων Ογκούζ, που έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στη μουσουλμανική Ανατολή του 11ου και 12ου αι. Ο πρώτος μέγας Σ. ήταν ο Τογκρούλ Μπεγκ, ο οποίος κυρίευσε το Χορασάν το Ιράν και εγκαταστάθηκε στη Βαγδάτη. Έγινε ο προστάτης του χαλιφάτου… … Dictionary of Greek
ίσασμα — και ίσιασμα, το [ισάζω] ισασμός*, ευθυγράμμιση, εξομάλυνση, ισοπέδωση, διευθέτηση … Dictionary of Greek
ίσιασμα — και ίσασμα, το [ισιάζω] ευθυγράμμιση, εξομάλυνση, ισοπέδωση, διευθέτηση … Dictionary of Greek
ανορθωτής — Συσκευή, χωρίς κινούμενα όργανα, που χρησιμοποιείται για τη μετατροπή του εναλλασσόμενου ρεύματος σε κυματόρευμα μιας κατεύθυνσης και εκμεταλλεύεται γι’ αυτό την ιδιότητα ενός στοιχείου (ανορθωτικό στοιχείο) να επιτρέπει τη διέλευση του ρεύματος… … Dictionary of Greek
αποκόμιση — Φαινόμενο που συντελεί στη μεταφοράτων επιφανειακών υλικών του στερεού φλοιού της Γης και, μακροπρόθεσμα, στον μετασχηματισμό της εξωτερικής μορφής του. Η δράση αυτή έχει ως αποτέλεσμα την εξομάλυνση των γήινων προεξοχών και κοιλωμάτων και την… … Dictionary of Greek